- λελέκι
- το1. το πτηνό πελαργός2. πολύ ψηλός και λεπτός άνθρωπος3. είδος μεγάλου δρεπανιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. leylek].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λέλεκας — ο το λελέκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λελέκι + μεγεθ. κατάλ. ας (πρβλ. ποντίκ ι: πόντικ ας)] … Dictionary of Greek
Germanic substrate hypothesis — The Germanic substrate hypothesis is an attempt to explain the distinctive nature of the Germanic languages within the context of the Indo European language family. It postulates that the elements of the common Germanic vocabulary and syntactical … Wikipedia
ελόβιος — α, ο (για πτηνά, ζώα και φυτά) 1. αυτός που ζει ή αναπτύσσεται στα έλη 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ελόβια τάξη τροπιδωτών πτηνών, καλοβάμονα (η μπεκάτσα, το λελέκι κ.ά.) … Dictionary of Greek
μακρολέλεκας — ο (για πρόσ.) λεπτός, πολύ ψηλός και άχαρος, ψηλός και λιγνός σαν λελέκι … Dictionary of Greek
πελαργός — Oνομασία μερικών μεγαλόσωμων καλοβατικών πτηνών, της οικογένειας των πελαργιδών. Ο λευκός π. (cinonia ciconia), τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας, γνωστός ως λελέκι, έχει μήκος 1,30 μ. και άνοιγμα φτερών που μπορεί να ξεπεράσει τα 2,20 μ. Το… … Dictionary of Greek
ψηλολέλεκας — ο Ν (για πρόσ.) ειρων. ψηλός και πολύ αδύνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλός + λελέκι] … Dictionary of Greek
καλοβάμονα ή καλοβατικά — Ομάδα πτηνών με χαρακτηριστικά μεγάλα πόδια, τα οποία τους επιτρέπουν να βαδίζουν εύκολα στα βαλτώδη και λασπώδη εδάφη. Άλλα ειδικά γνωρίσματα των ειδών αυτής της ετερογενούς ομάδας –που σήμερα δεν αναγνωρίζεται πια από τους ορνιθολόγους– είναι… … Dictionary of Greek
λέλεκας — λέλεκας, ο και λελέκι, το ιού (λ. τουρκ.), ο πελαργός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πελαργός — ο θηλ. πελαργίνα μεγαλόσωμο πουλί που έρχεται στην Ελλάδα μαζί με τα χελιδόνια, λέλεκας, λελέκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)